- συνδοκώ
- -έω, ΜΑ και αττ. τ. ξυνδοκῶ, -έω, Αθεωρώ κάτι επίσης καλό ή εύλογοαρχ.1. (συν. ως τριτοπρόσ.) συνδοκεῑ (μοι)μού φαίνεται επίσης σωστό, καλό, αρέσει και σε εμένα επίσης ή, ακόμη, τό εγκρίνω και εγώ επίσης2. πιθ. νομίζω, θαρρώ3. (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ συνδοκοῡντα (ενν. τινι)τα πράγματα που είναι αρεστά και σε αυτόν όπως και σε κάποιον άλλο4. (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. με απόλ. χρήση) ξυνοδοκοῡνκατά γενική ομοφωνία5. (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ξυνδεδογμένος(για λόγο) αυτός που όλοι παραδέχονται ή επιδοκιμάζουν6. (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνδεδογμένοι (ενν. τινί)αυτοί που έχουν την ίδια γνώμη με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + δοκῶ (Ι) «νομίζω, θαρρώ»].
Dictionary of Greek. 2013.